- ανεμικό
- τοαερικό, δαιμόνιο: Οι νεράιδες είναι ανεμικά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανεμικός — ή, ό (Μ ἀνεμικός, ή, όν) [άνεμος] μσν. ανυπόστατος, πλαστός νεοελλ. Ι. το θηλ. ως ουσ. 1. η ανεμική δυνατός άνεμος, θύελλα, καταιγίδα 2. ψυχική αναταραχή, συναισθηματική αναστάτωση 3. δύσκολη περίσταση, συμφορά II. το ουδ. ως ουσ. το ανεμικό… … Dictionary of Greek
(ε)ξωτικό — το γενική ονομασία κάθε είδους δαιμόνων (όπως π.χ. είναι τα στοιχειά, οι καλικάντζαροι, οι νεράιδες, οι αράπηδες κτλ.), το δαιμονικό, αγερικό, ανεμικό, φάντασμα. ξωτικό το δαιμόνιο, φάντασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)